- ἀσφοδελούς
- ἀσφόδελοςasphodelmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀσφοδέλους — ἀσφόδελος asphodel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασφοδελός — Φυτό ποώδες, πολυετές, κονδυλόρριζο· ανήκει στην οικογένεια των λειλιιδών και απαντάται στα δάση της βόρειας Ελλάδας. Η επιστημονική ονομασία του είναι α. ο κλαδώτης. Λέγεται επίσης και ασφόντυλος. Φέρει όλα τα φύλλα στη βάση, γραμμικά, όμοια με… … Dictionary of Greek
Άδης — Ο θεός του Κάτω Κόσμου και ο Κάτω Κόσμος. Ο θεός Ά. ήταν γιος του Κρόνου και της Ρέας, που πήρε μερίδιό του τον Κάτω Κόσμο, όταν έγινε η διανομή της εξουσίας του κόσμου, μετά τον πόλεμο των θεών με τους Τιτάνες. Οι αδελφοί του, Ζευς και Ποσειδών … Dictionary of Greek
Άσφενδος — Ορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 770 μ.), στην πρώην επαρχία Σφακίων του νομού Χανίων, στα βορειοανατολικά της Χώρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σφακίων. Το όνομά του το οφείλει στους πολλούς ασφοδέλους που υπάρχουν στην περιοχή. Κοντά του… … Dictionary of Greek